μανιῶδες

μανιῶδες
μανιώδης
like madness
masc/fem voc sg
μανιώδης
like madness
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιμανής — ἐπιμανής, ές (Α) 1. αυτός που επιθυμεί κάτι ή κάποιον μετά μανίας 2. μανιακός, τρελός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμανές μανιώδες ερωτικό πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μανής (< μαίνομαι), τ. που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα θ. μαν (πρβλ. μαν… …   Dictionary of Greek

  • κοκαϊνομανής — ές αυτός που κατέχεται από μανιώδες πάθος για συχνή λήψη κοκαΐνης, αυτός που πάσχει από κοκαϊνομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. cocainomane < cocaine (< coca + ine) + mane (<… …   Dictionary of Greek

  • μαργότης — μαργότης, ητος, ἡ (Α) [μάργος] 1. μανιώδες πάθος, μανία, παραφροσύνη 2. λαιμαργία, απληστία («διὰ μαργότητα πολλῷ χρησοίμεθα πλέονι», Πλάτ.) 3. ακολασία, αισχρή επιθυμία, ασέλγεια …   Dictionary of Greek

  • Κρόμελινκ, Φερνάν — (Fernand Crommelynck, Βρυξέλλες 1885 – Σεν Ζερμέν αν Λε, Γαλλία 1970). Βέλγος συγγραφέας. Γιος ηθοποιών, ηθοποιός και ο ίδιος, αποκάλυψε από τα πρώτα του έργα ωριμότητα δόκιμου συγγραφέα. Ήδη στα πρώτα του δράματα, Δεν θα ξαναπάμε στο δάσος… …   Dictionary of Greek

  • ՄՈԼՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0295 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c գ. μανία, τὸ μανιῶδες insania, furor. Մոլի գոլն. մոլիլն. մոլեգնութիւն. կատաղութիւն. յիմարութիւն, անյագ բերումն. սաստկութիւն կրից՝ ցասման, սիրոյ. տարփումն. տռփումն. ... եւն. *Ոչ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”